- παρυφίστημι
- ΜΑ [υφίστημι]1. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο ή σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ διάβολος, Ιω. Χρ.)2. μέσ. παρυφίσταμαιυπάρχω εξαρτημένος από κάτι άλλο («τὰ παρυφιστάμενα τοῑς φαινομένοις ἄδηλα», Πλωτίν.)3. γραμμ. παράγομαι («τὰ παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων» — τα παράγωγα τών ρημάτων, Ευστ.)αρχ.1. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ παρυφιστάμενονοι στερεές ουσίες που υπάρχουν στα ούρα2. φρ. «παρυφιστάμενος φόβος» — ενστικτώδης φόβος.
Dictionary of Greek. 2013.